αναβαθμίδα

αναβαθμίδα
η (Α ἀναβαθμίς)
σκαλί, σκαλοπάτι
νεοελλ.
1. μικρή φορητή σκάλα
2. Στρ. επικλινής επιχωμάτωση με την οποία ανεβάζουν στα οχυρώματα το πυροβόλο στη θέση μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + βαθμίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • πέργκολα — και πέργολα και πέργουλα και περγο(υ)λιά, η μονοπάτι περιπάτου ή αναβαθμίδα σε κήπο ή πάρκο που στεγάζεται με ένα πλαίσιο καλυμμένο με αναρριχητικά φυτά, τα οποία προσφέρουν σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pergola < λατ. pergula «σκεπή, σκηνή» (< …   Dictionary of Greek

  • πεζούλι — το 1. αρχιτ. λίθινο τοιχίο στο προαύλιο ενός οικοδομήματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως κάθισμα, αλλά και ως σημείο ίππευσης και αφίππευσης 2. μικρός τοίχος που συγκρατεί το χώμα σε κατωφερές έδαφος, ανάλημμα, αναβαθμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα …   Dictionary of Greek

  • Απαλάχια — (Appalachians). Ορεινό συγκρότημα της Βόρειας Αμερικής, ένα από τα μεγαλύτερα μορφολογικά στοιχεία της ηπείρου· καταλαμβάνει μια περιοχή που εκτείνεται από τον κόλπο του Μεξικού μέχρι τον ποταμόκολπο του Σεν Λόρενς, περνώντας έτσι από όλες τις… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Καρολίνα, Βόρεια — (Νorth Carolina). Ομόσπονδη πολιτεία (136.413 τ. χλμ., 8.186.268 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ με πρωτεύουσα τη Ράλι (Raleigh, 276.093 κάτ. το 2000). Συνορεύει στα Β με την πολιτεία Βιρτζίνια, στα Ν με τη Νότια Καρολίνα και τη Γεωργία (Τζόρτζια) και Α… …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Μονακό — Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει με τη Γαλλία σε μήκος 4,4 χλμ. και βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα σε μήκος 4,1 χλμ. Tο πρώτο σύνταγμα που θεσπίστηκε το 1911 και τροποποιήθηκε τον Nοέμβριο του 1917, ίσχυσε έως τις 29 Iανουαρίου του 1959,… …   Dictionary of Greek

  • Μπααλμπέκ — Πόλη (περ. 30.000 κάτ.) του βορειοανατολικού Λιβάνου, 60 χλμ. ΒΔ της Βηρυτού, με την οποία συνδέεται με σιδηροδρομική γραμμή. Χτισμένη στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Αντιλιβάνου, σε υψόμ. 1.160 μ., στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει το Χαλέπι με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”